Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Βελούχι, ανάβαση στην κορυφή(2.315μ) από τα Καγκέλια [22.6.2014]



 
Του Στέφανου Σταμέλλου*
“Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»” **



 
Βγήκαμε κι αυτή την Κυριακή, οι γνωστοί τρεις «καπεταναίοι παντός καιρού», να μανουβράρουμε ορειβατώντας στο Βελούχι [Βάσω, Γιάννης, Στέφανος]. Τούτες τις μέρες, τις αδιευκρίνιστες και τόσο παράξενες, νιώθεις την ανάγκη να πλησιάζεις στα πατρώα και στα “πάλαι”... «Κι όλο τραγουδάς», μου λέει η Βάσω.
 
Είναι φαίνεται ανθρώπινο καμιά φορά να σε «τραβάει» το παρελθόν, να τα βλέπεις όλα λίγο πιο κοντά, αλλά κι «από ψηλά». Από το Βελούχι. Να δεις «από ψηλά» όχι μόνο αυτά που συμβαίνουν σήμερα, αλλά κι αυτά που έζησες τα χρόνια εκείνα. Θέλεις δε θέλεις, κυριαρχούν στη σκέψη. Όσο πλησιάζεις στο Βελούχι, νοιώθεις να σε τυλίγει ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι μεταξύ νοσταλγίας, γλυκιάς ανάμνησης και ελευθερίας.
 
Με ασκήσεις αυτοκυριαρχίας και εσωτερικής ισορροπίας καταφέρνω να μανουβράρω το καράβι της λογικής, να φορέσω το ορειβατικό μου χαμόγελο και να αντιμετωπίσω τα «κύματα» των ερωτήσεων για την ανάβαση. Όλα υπό έλεγχο σ’ αυτή την ειδική κατάσταση. Παιχνίδι είναι η ορειβασία και τραγούδι είναι η ζωή, το πιο όμορφο· κι εμείς καπεταναίοι, στο “karpen Island” και στο Βελούχι, ανεβαίνοντας απ’ τα Καγκέλια. Χαρά θεού, χαρά καιρού, χαρά γεμάτοι.

 
Η ανάβαση είναι από τη βορειοανατολική πλευρά του βουνού, πάνω από το Νεοχώρι, αφήνοντας το αυτοκίνητο στην άσφαλτο, 2-3 στροφές μετά το «Βράχο», προς την Αγία Τριάδα, από όπου αρχίζει χωματόδρομος για παλιό λατομείο(υψόμετρο περίπου 1400μ). Παίρνουμε το χωματόδρομο και συναντάμε σχεδόν αμέσως, ακολουθώντας το αριστερά, το παλιό μονοπάτι, από το οποίο περνούσαν όλοι, όσοι από τα χωριά της βορινής πλευράς του Βελουχιού ήθελαν να επισκεφτούν την πρωτεύουσα, το Καρπενήσι, κυρίως από τους πρώην Δήμους Κτημενίων και Φουρνά.
 
Περνάμε τον άμπλα με το νερό(τότε το λέγαμε «μ’νάκι») συνεχίζοντας με χαλαρό ανέβασμα και μικρές τραβέρσες, νοτιοδυτικά. Οι εικόνες είναι ανεπανάληπτες: το κοπάδι με τα πρόβατα, η ποικιλία των λουλουδιών, το γκρίζο των βράχων και κάτω το πράσινο ανάγλυφο της Δυτικής Φθιώτιδας, από τη μια, και της Ευρυτανίας, από την άλλη. Το μυαλό «τρέχει», μαζί και το μάτι που θέλει με απληστία να καταγράψει το παραμικρό στη διαδρομή. Τρέχει στο χθες και στο σήμερα με την ίδια ταχύτητα· αλλά ιδιαίτερα στα παιδικά χρόνια, όταν, μαθητές στο Γυμνάσιο, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο διασχίζαμε τα Καγκέλια από το Καρπενήσι για το χωριό, τέσσερες ώρες διαδρομή και άλλες τόσες και περισσότερες επιστροφή. Γι’ αυτό λέω πολλές φορές γεννήθηκα ορειβάτης. Η διαδρομή ήταν "παντός καιρού", με χιόνια και βροχές, χαλάζι και αστραπές κι αέρα "εκατό" μποφόρ, παιδιά δώδεκα και δεκαπέντε χρονών, χωρίς τους γονείς από κοντά. Αν η ζωή είναι λουλούδι, οι αναμνήσεις είναι το άρωμά του» του αγνώστου]
 
Ο καθένας μας έχει και μια δύσκολη εμπειρία να διηγηθεί από τα "έρμα" τα Καγκέλια. Με παγωμένο το χιόνι περνούσαμε σαν τις κοτούλες, με το φόβο ότι μπορεί και να βυθιστούμε(!), όχι τόσο να μη γλιστρήσουμε. Η πιο τραυματική εμπειρία ήταν, όταν για πρώτη φορά έπρεπε να πάω στο Καρπενήσι, δώδεκα χρονών παλικάρι, για την πρώτη τάξη του Γυμνασίου, αρχές Σεπτέμβρη. Φορούσα σκαρπίνια από τα δέματα του Ερυθρού Σταυρού για τους σεισμόπληκτους. Ήταν μικρά, με μύτη και πεταλάκια από κάτω, για να μην χαλάει η δερμάτινη σόλα! Σακατεύτηκαν τα πόδια μου τόσες ώρες πεζοπορία κουβαλώντας μαζί μου τις πέτρες του μονοπατιού. Μια φορά, λίγο πριν τα Καγκέλια μας πιάνει ένα χαλάζι με κεραυνούς στα τελευταία έλατα, πριν το αλπικό. Να πέφτουν οι κεραυνοί δίπλα μας κι εμείς, σαν τα κυνηγημένα άγρια ζώα, να κρύβουμε τα κεφάλια μας κάτω από τα ξερά καμένα κούτσουρα από τα αστροπελέκια για να αποφύγουμε, όχι τις αστραπές, αλλά το χαλάζι. Μικρά παιδιά, γεμάτα νιάτα… Ποιος το περίμενε, τώρα να κάνουμε τους άφοβους επισκέπτες με όλες τις ανέσεις ενός ορειβάτη.
Φθάνοντας στο διάσελο στα Καγκέλια στα 1700μ περίπου, ανηφορίζουμε στη ράχη βορειοδυτικά, δεξιά, για την κορυφή ακολουθώντας περίπου τη γνωστή χάραξη του μονοπατιού, σχεδόν ολόραχα. Νοτιοανατολικά και πίσω μας είναι η κορυφή Κουμπί(1877μ), αρκετά απότομη και με εντυπωσιακή θέα. Λίγο πριν την κορυφή βγαίνουμε στο οροπέδιο με τη μικρή ρεματιά, που κρατάει ακόμα χιόνι και μετά κάνουμε την τελευταία ομαλή ανάβαση νότια, για την κορυφή με τη γνωστή τσιμεντένια στήλη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Υψόμετρο 2315μ, δύο ώρες και 50 λεπτά από την άσφαλτο. Όμορφη μέρα με αρκετά καθαρό ορίζοντα, μας αντάμειψε τα μέγιστα. Η φωτογραφική μηχανή "δούλευε" διαρκώς αποτυπώνοντας το μεγαλείο της φύσης και το απέραντο δάσος των βουνοκορφών της Ευρυτανίας.
 
Μπροστά μας το Καρπενήσι, η πρωτεύουσα, και η κοιλάδα της Ποταμιάς. Δυτικά κάτω επίσης το Χιονοδρομικό Κέντρο στη θέση Διαβολότοπος, φαίνεται η μικρή λίμνη στον Άνεμο 1 και μετά τον Άνεμο 2, το Συμπεθερικό που κατεβαίνει προς τον Άγιο Αθανάσιο, Κάτω και βόρεια τα πάτρια εδάφη. Ακριβώς κάτω η Αγία Τριάδα, δίπλα τα Πετράλωνα και, κάπου αχνοφαίνεται, η κόκκινη σκεπή του πατρικού μας σπιτιού στην «εξοχή», στον Πλάτανο, κάτω από τον Γλα κι ανάμεσα στις βελανιδιές. Το Βελούχι ήταν και είναι το βουνό μας, το περήφανο Βελούχι, κι εμείς μικροί «βελουχιώτες»… Στο βάθος η Λίμνη Κρεμαστών, αριστερά η Χελιδόνα και η Καλιακούδα και δεξιά μας, βορειοδυτικά, τα αγαπημένα Άγραφα. Ένα δάσος από βουνά και κορυφές, ιστορία και αγώνες για λευτεριά και προκοπή. Όλοι από δω περάσανε, στην καρδιά της Ελεύθερης Ελλάδας…
 
Επιστρέφοντας προτιμήσαμε να επισκεφθούμε τα όμορφα παρατυμφρήστια χωριά της ορεινής Δυτικής Φθιώτιδας. Κατεβήκαμε στο Νεοχώρι ακολουθώντας το χωματόδρομο από τον Προφήτη Ηλία να πάρουμε και νερό από τη βρύση της Εθνικής Αντίστασης του Χαρίλαου Μηχιώτη, λίγο μετά τον Αη-Λια. Στη συνέχεια Μαυρίλο, Μερκάδα και Μεγάλη Κάψη. Τα χωριά αυτά είναι από τα ομορφότερα της ορεινής Φθιώτιδας μέσα στο πράσινο, με τις καστανιές, τα έλατα, τις βελανιδιές, τις καρυδιές, τις κερασιές.
 
Σταματήσαμε στο ΣΑΛΕ ΛΕΛΟΥΔΑ στη Μεγάλη Κάψη, που είναι πάνω στον ομώνυμο λόφο, με την ευρύχωρη ξύλινη βεράντα μπροστά από το καθιστικό. Έχει μια πανοραμική θέα στα γύρω βουνά, στην κοιλάδα του Σπερχειού και "στα μονοπάτια του Αχιλλέα", όπως μας είπε ο υπεύθυνος του καταστήματος, ο Ηλίας Κιούσης, γιατί η ευρύτερη περιοχή θεωρείται η πατρίδα του Αχιλλέα, του ήρωα του Τρωικού Πολέμου. Παραδοσιακό πλούσιο φαγητό και κρασί, ήταν ό,τι έπρεπε για την γλυκιά κούραση [συνολικός χρόνος διαδρομής 5 ώρες].
 
 
**Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ’ τις δυο μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ’ όνειρο
κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό
Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς
Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!
 
Έτσι λέει ο αισιόδοξος Ελύτης, στο Τρελοβάπορο...