Για
τους μικρούς μας φίλους επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα
Χριστουγεννιάτικο Ευρυτανικό Παραμύθι. Λιτό, περιεκτικό και με
συμβολισμούς τέτοιους που μόνο η σοφή λαϊκή μας παράδοση ξέρει να
χαρίζει. Το παραμύθι αυτό, που μας διηγείται η γιαγιά Ελένη, δεν έχει
δημοσιευθεί ποτέ ξανά και καταγράφεται για πρώτη φορά από το blog μας. Απευθύνεται και σε… μεγάλα παιδιά!!!
“Μια
φορά κι έναν καιρό σε ένα μικρό χωριουδάκι της Ευρυτανίας, σε ένα
πέτρινο δίπατο σπίτι, ζούσε μια γιαγιά μόνη της. Καλόκαρδη γιαγιά,
προκομμένη. Όλα στο σπιτικό της έλαμπαν από πάστρα και μοσχοβολούσαν από
καθαριότητα. Τα βραδάκια άναβε το τζάκι της, έβαζε την ανέμη και μάζευε
το νήμα σε κουβάρια. Συχνά έγνεθε και τη ρόκα της, άλλοτε πάλι έπλεκε
με το βελονάκι της. Και έτσι με τα χρυσά της χέρια έφτιαχνε πανέμορφα
πλεχτά, κουρτίνες, τραπεζομάντιλα και πολλά άλλα χρήσιμα πράγματα που τα
μοίραζε σε όλο το χωριό.
Μια
χειμωνιάτικη χιονισμένη μέρα ξεκίνησε να πάει στη βρύση του μαχαλά για
να πάρει νερό. Γέμισε τη στάμνα της αλλά καθώς γυρνούσε, παραπάτησε και
έπεσε κάτω. Θρυμματίστηκε η στάμνα, μα το χειρότερο ήταν ότι η γιαγιά
έσπασε το χεράκι της. Πω, πω, τι να κάνει τώρα στην ηλικία της, που ήταν
και μόνη της;
Εκείνες
τις μέρες ήρθανε και τα Χριστούγεννα. Και καθώς η γιαγιά, ξεχασμένη απ’
όλους, καθόταν μόνη κι ανήμπορη δίπλα από το σβηστό της τζάκι και
σκεφτότανε, νάσου και βλέπει μπροστά της έναν… νάνο! «Τι παράξενο», είπε
από μέσα της η γιαγιά. Ήτανε τόσο μικρός, μια σταλιά ανθρωπάκι. Αλλά
είχε κάτι παλάμες τεράστιες και κάτι πατούσες…σα να φόραγε 60 νούμερο
παπούτσι!!! Ο νάνος, αφού κουβάλησε ξύλα κι άναψε το τζάκι της
γιαγιάς, θρονιάστηκε δίπλα και δεν ξεκόλλαγε από το σπίτι. Καταπιάστηκε
και με... τις δουλειές, μαγείρευε, έπλενε, αν και με τις ατσουμπαλιές
του έκανε άνω κάτω τον τόπο. Μα τη γιαγιά δεν την ένοιαζε καθόλου, αρκεί
που κάποιος ήτανε κοντά της, συντροφιά! Ο νάνος, ζαβολιάρης και
πειραχτήρι καθώς ήτανε, έπιανε κάθε τόσο τη γιαγιά από το σπασμένο της
χέρι, την ταρακούναγε και της έλεγε με τσιριχτή φωνή : «σε πονεί το
χέρ’;»!
Μετά
κανά δυό μέρες, η γιαγιά παρατήρησε ότι μαζί με το νάνο εμφανίστηκαν
και κάτι πολύ μικρά κοριτσάκια με ολόξανθα μακριά μαλλιά και καταγάλανα
ματάκια. Ερχόντουσαν κι αυτά έτσι ξαφνικά, της λέγανε ποιηματάκια και
κρατώντας μια κρυστάλλινη κανάτα με νερό τραγουδούσαν: «Το νεράκι το
νερό, το νερό το καθαρό, ο καλότυχος το πίνει, ο κακότυχος τ’ αφήνει»!
Έτσι της γεμίζανε το ποτήρι με νερό και έπινε η γιαγιά. Και περνούσε
όμορφα τις γιορτινές μέρες αντάμα με τούτα τα απρόσκλητα παράξενα
πλάσματα!
Ώσπου
ήρθανε τα Φώτα και οι Φωτισμοί. Ο παπάς του χωριού περνούσε από σπίτι
σε σπίτι και με την αγιαστούρα του, ράντιζε παντού! Έτσι άγιασε και το
σπίτι της γιαγιάς. Όμως από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, η γιαγιά δεν
ξαναείδε τα ξωτικά της.... Και είπε με δάκρυα στα μάτια: «σας ευχαριστώ,
του χρόνου σας περιμένω ξανά»!
Κι έτσι έζησε η γιαγιά καλά και εμείς καλύτερα.”