Άρθρο του Βαγγέλη Αποστόλου στην Εφημερίδα των Συντακτών στις 14/12/2020
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΕΥΒΟΙΑΣ
ΠΡ. ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ & ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Η επόμενη ημέρα για τον αγροτικό χώρο
Σε όλες τις προσεγγίσεις της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας το αγροδιατροφικό σύμπλεγμα, που κατέχει δεσπόζουσα θέση, απουσιάζει από την έκθεση Πισσαρίδη. Μια γενικόλογη αναφορά υπάρχει στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και την προσφορά περισσότερων ευκαιριών στα πιο αδύναμα νοικοκυριά, που ασφαλώς είναι τα αγροτικά.
Για να υπηρετήσουμε όμως τον αγροτικό μας χώρο καλύτερα επιβάλλεται να συνδέσουμε την επόμενη ημέρα του με συγκεκριμένες και μετρήσιμες παρεμβάσεις, ώστε να ανταποκριθούμε με επιτυχία στις προκλήσεις τού σήμερα και του αύριο, προκλήσεις σύνθετες και πολυδιάστατες που εντάσσονται σε ένα ευρύτερο και διεθνοποιημένο περιβάλλον.
Ενα περιβάλλον που θέτει, μέσω της νέας ΚΑΠ, τους δημοσιονομικούς και επιχειρησιακούς στόχους, όρους και προϋποθέσεις για την άσκηση της αγροτικής πολιτικής στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αλλά και υπηρετεί μέσω των διεθνών αγορών τους κανόνες του ανταγωνισμού και τις νέες τάσεις στη ζήτηση των γεωργικών προϊόντων και στις καταναλωτικές συνήθειες.
Για τους λόγους αυτούς, στο επίκεντρο του εθνικού στρατηγικού μας σχεδίου για τον αγροδιατροφικό τομέα πρέπει να βρίσκεται η ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας και η αναβάθμιση της ελληνικής υπαίθρου με όρους βιώσιμης, έξυπνης και πράσινης παραγωγής υγιεινών και ασφαλών τροφίμων, αύξησης των ευκαιριών απασχόλησης και μείωσης των οικονομικών, κοινωνικών και χωρικών ανισοτήτων.
Προκειμένου να επιτευχθεί αυτή η προσδοκία, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις και οι ανάγκες που συνδέονται τόσο με τον πρωτογενή τομέα όσο και με τα αγροτικές περιοχές της χώρας και οι οποίες αφορούν:
● Τις διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν προκειμένου να αντιμετωπιστούν τόσο τα προβλήματα της δεκαετούς οικονομικής κρίσης και της πανδημίας Covid-19, όσο και τα διαχρονικά διαρθρωτικά προβλήματα των κλάδων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, τα οποία έχουν να κάνουν με την αποεπένδυση, τη χαμηλή παραγωγικότητα και το υψηλό κόστος παραγωγής, τον μικρό και πολυτεμαχισμένο γεωργικό κλήρο της χώρας, τον χαμηλό βαθμό οργάνωσης των παραγωγών σε συλλογικά σχήματα, τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και την ασθενή διαπραγματευτική θέση των παραγωγών στην αγροεφοδιαστική αλυσίδα.
● Τον επαναπροσδιορισμό των τομεακών πολιτικών που έχουν να κάνουν π.χ. με τη κατανομή των ιστορικών δικαιωμάτων ή τις συνδεδεμένες ενισχύσεις και τη στήριξη προϊόντων χωρίς προοπτική βελτίωσης της ανταγωνιστικότητάς τους, διαμορφώνοντας εκ νέου συνθήκες πιο δίκαιου γεωργικού εισοδήματος (με περιορισμό των διαφορών στο επίπεδο των άμεσων ενισχύσεων), απεξάρτησης από τις επιδοτήσεις και στροφής προς ένα μοντέλο παραγωγής προϊόντων ποιότητας και ταυτότητας με υψηλότερες τιμές και ευνοϊκότερους όρους ανταγωνισμού στην αγορά.
● Τη μεταστροφή της ζήτησης σε προϊόντα αγροδιατροφής υψηλής προστιθέμενης αξίας, πιστοποιημένα και ασφαλή, καθώς και για γεωργικά προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον, βιολογικά, ΠΟΠ και ΠΓΕ. Κατ’ επέκταση η στρατηγική θα πρέπει να εστιάζει στην ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων και της ποιότητας των αγροτικών μας προϊόντων και την εξωστρέφεια μέσω της πιστοποίησης, της προβολής και προώθησής τους σε εγχώριες και ξένες αγορές.
● Την αντιμετώπιση και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ταυτόχρονα με την υιοθέτηση περισσότερο φιλόδοξων φιλοπεριβαλλοντικών δράσεων για την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων, τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, την προστασία των δασών, του φυσικού τοπίου και των προστατευόμενων περιοχών, τον περιορισμό της χρήσης λιπασμάτων/φυτοφαρμάκων/αντιβιοτικών, την ενθάρρυνση της βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, την ευζωία των ζώων.
● Την εδαφική και κοινωνική συνοχή των περιφερειών και των αγροτικών περιοχών. Η επιχειρηματικότητα στον πρωτογενή τομέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το επίπεδο ανάπτυξης των αγροτικών περιοχών της χώρας και, κατά συνέπεια, επηρεάζεται άμεσα από τα προβλήματα που αυτές αντιμετωπίζουν, ιδιαίτερα οι νησιωτικές, οι ορεινές και οι μειονεκτικές, οι οποίες είναι ακόμη πιο ευάλωτες από τις υπόλοιπες στην εγκατάλειψη και γήρανση του πληθυσμού, στον κίνδυνο φτώχειας, στην έλλειψη προσβασιμότητας.
Για να υπηρετηθούν οι κατευθύνσεις αυτές θα πρέπει η στρατηγική μας να εστιαστεί στην ανάπτυξη βασικών υποδομών που θα προάγουν την έρευνα και την καινοτομία, την εκπαίδευση, τη συνεργασία και τη συμβουλευτική υποστήριξη στον πρωτογενή τομέα, θα εξασφαλίζουν την προσβασιμότητα, την εξοικονόμηση και αξιοποίηση των φυσικών πόρων (κυρίως τη διαχείριση του νερού) των αγροτικών περιοχών, τη συνολική αναβάθμιση και ανάπλαση των οικισμών τους ώστε να καταστούν περισσότερο παραγωγικές αλλά και ελκυστικές για περαιτέρω τουριστική, περιβαλλοντική ή/και άλλη αξιοποίησή τους.
Και βέβαια η υλοποίηση αυτών περνάει μέσα από την εξασφάλιση του κατάλληλου επενδυτικού περιβάλλοντος, το οποίο θα ενθαρρύνει την υλοποίηση επενδύσεων στον πρωτογενή τομέα. Η έλλειψη ρευστότητας και η περιορισμένη χορήγηση δανείων σε γεωργικές επιχειρήσεις στις παρούσες συνθήκες αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στον τομέα και συνεπώς θα πρέπει να αναζητηθούν εναλλακτικές λύσεις μέσω της ενεργοποίησης χρηματοδοτικών εργαλείων σε συνεργασία με τα διαρθρωτικά επενδυτικά ταμεία, το ταμείο ανάκαμψης, το ταμείο δίκαιης μετάβασης.