Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2013

«Πώς μπορείς να ζεις άνετα όταν παιδιά πεθαίνουν από την πείνα;»


«Κάθομαι τα απογεύματα στη βεράντα και καραολίζω μέχρι που φτάνει το μάτι. Απεραντοσύνη... Επέστρεψα στη Γρανίτσα και το οξυγόνο με ανανέωσε τόσο, που τα περισσότερα από τα προβλήματα τα ξεχνώ. Οποιος θέλει τον Λευτέρη τον Θεοδώρου θα έρχεται εδώ να τον βρίσκει, θα τον φιλοξενώ στο φτωχικό μου κι από δω δεν φεύγω. Εδώ θα πεθάνω...»
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος τού είχε πει: «Λευτέρη, πρόσεξε· εκεί που πατάς υπάρχουν κάποιες πέτρες, κάποιες ρίζες, κάποια ξύλα που κάτι θέλουν να σου πουν, μην τα περιφρονάς και τα πατάς. Να τα σηκώνεις, να τα ψάχνεις, κάτι θα σου βγει. Υπάρχει ένας κόσμος απροσδιόριστος, αλλά αληθινός». Στη λανθάνουσα κυνική εποχή που ζούμε, υπάρχει άνθρωπος με τέτοιο μεγαλείο πνεύματος, ώστε εύκολα να μπορεί να σε πείσει ότι το να είναι κάτι απροσδιόριστο δεν σημαίνει πως δεν είναι αληθινό;
 Τι μπούρδες κάθομαι και γράφω εγώ τώρα, μα κάποτε σε τούτη τη χώρα υπήρξε ο Ρίτσος και πολλοί είναι όσοι τελούν ακόμη υπό τη ζέση του, όπως ο λαϊκός ζωγράφος Λευτέρης Θεοδώρου, που βρήκαμε στη Γρανίτσα Ευρυτανίας.
«Τις προάλλες μάζεψα πέτρες από κει που αυτοκτόνησε -ή σκότωσαν, δεν ξέρω 'γώ τι- ο Αρης. Οχι όμορφες, αλλά με ανώμαλα σχήματα, που όμως έχουν κάτι να σου πουν. Το ψάχνεις με τη φαντασία σου και βγάζεις έναν ωραίο κόσμο από κει μέσα. Καμιά φορά αυτός ο κόσμος είναι πιο αληθινός από μία σερνάμενη πραγματικότητα. Δεν κρύβει εμπορικότητα ούτε ιδιοτέλεια, αλλά ένα θαυμασμό ψυχής, ένα απαύγασμα καλοσύνης. Αμα μπορείς και σκέφτεσαι και μεγαλώνεις μ' αυτά, αλλιώς να σκεφτείς δεν μπορείς».

Ερημα χωριά
Με σαρακατσανέικη φορεσιά (τσακτσίρα) στην αυλή του σπιτιού του στη Γρανίτσα (850 υψόμετρο), μιλά για τη ζωή του και εγώ προσπαθώ να κλέψω λίγο από το οξυγόνο που ρουφάει κάθε πρωί και λέει πως του διώχνει τα προβλήματα. Στο χωριό του Ζαχαρία Παπαντωνίου γεννήθηκε αυτός ο αυτοδίδακτος ζωγράφος το 1945 και εδώ έζησε για λίγα χρόνια, πριν φύγει για την Αθήνα και αργότερα μεταναστεύσει στη Γερμανία. Θυμάται τη Γρανίτσα με 15 μαγαζιά, με Γυμνάσιο και Λύκειο, όπου φοιτούσαν 480 μαθητές.
«Τις προάλλες μάζεψα πέτρες από κει που αυτοκτόνησε -ή σκότωσαν, δεν ξέρω 'γώ τι- ο Αρης. Οχι όμορφες, αλλά με ανώμαλα σχήματα, που όμως έχουν κάτι να σου πουν. Το ψάχνεις με τη φαντασία σου και βγάζεις έναν ωραίο κόσμο από κει μέσα» «Τις προάλλες μάζεψα πέτρες από κει που αυτοκτόνησε -ή σκότωσαν, δεν ξέρω 'γώ τι- ο Αρης. Οχι όμορφες, αλλά με ανώμαλα σχήματα, που όμως έχουν κάτι να σου πουν. Το ψάχνεις με τη φαντασία σου και βγάζεις έναν ωραίο κόσμο από κει μέσα» Θυμάται πως, όταν κάποιος ήθελε να χτίσει ένα σπίτι, μαζεύονταν οι συγχωριανοί και τον βοηθούσαν κουβαλώντας πέτρες και ξύλα. Στα ξεφλουδίσματα του καλαμποκιού γινόταν μυσταγωγία από γλέντια. «Τα πανηγύρια, ο χορός, τα χωρατά δεν έλειπαν. Τώρα λείπουν. Τα χωριά μας ερήμωσαν». Πλέον, το χωριό δεν έχει ούτε καν Δημοτικό και οι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους εκατό. «Κάθομαι τα απογεύματα στη βεράντα και καραολίζω μέχρι που φτάνει το μάτι. Απεραντοσύνη...». Ο πατέρας του Στέφανος Θεοδώρου, για δέκα χρόνια προϊστάμενος λογιστηρίου στην Εμπορική Τράπεζα, επιστρατεύθηκε όταν ξέσπασε ο πόλεμος στην Αλβανία. Εγινε αρχινοσοκόμος στο μέτωπο και πλάι στους μεγάλους γιατρούς της εποχής έμαθε να γιαίνει τις αρρώστιες.
Οταν γύρισε στο χωριό, οι άνθρωποι πέθαιναν ακόμη και από μία απλή σκωληκοειδίτιδα. «Επαιρνε φάρμακα και τα πήγαινε μια ώρα δρόμο πότε να σώσει ένα παιδί, ένα γέροντα, να βοηθήσει τη μαμή που ξεγεννούσε».
Τα χρόνια πέρασαν με φτώχεια. Ο Λ. Θεοδώρου δούλεψε οικοδομή, βοηθός σερβιτόρου σε κέντρα διασκέδασης και καφενεία, έπλυνε πιάτα. «Ολα τίμια κι ωραία», περιγράφει. Εμαθε μόνος του να ζωγραφίζει και για πολύ καιρό πουλούσε τους πίνακές του στους δρόμους για ένα κομμάτι ψωμί. Και μετά ήρθαν οι μεγάλες εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό και οι σημαντικές κριτικές.
Δύσκολα χρόνια
Κάποτε τον πλησίασε ο Ιόλας*. Δεν τον ήξερε. «Μου έκανε μια πρόταση να κάνουμε ένα συμβόλαιο για 20 χρόνια. Εκείνος να παίρνει τα έργα μου και να μου δίνει 1.000 δολάρια για το καθένα, με την προϋπόθεση όμως να μη δίνω πουθενά αλλού. Με πιάνει ο Ρίτσος με τον Μίνω τον Αργυράκη -καλή τους ώρα- και μου λένε: "Φύγε μακριά, πήγαινε στο χωριό σου, στη φύση του Θεού"».
Επειτα από μία πορεία ζωής μεταξύ Γρανίτσας, Αθήνας, Γερμανίας, Παρισιού και άλλων προορισμών, όπου παρουσίαζε τα έργα του σε εκθέσεις, γύρισε στο χωριό. «Δεν έχω λεφτά, αλλά μία σπουδαία οικογένεια. Τα λεφτά δεν είναι το παν στη ζωή. Οταν δίπλα σου το παιδί δεν έχει να φάει, πώς εσύ μπορείς να τρως και να ζεις άνετα; Πώς μπορείς να το κάνεις αυτό όταν παιδιά πεθαίνουν από την πείνα;». Οταν ξαναγεννηθεί, πάλι φτωχός ζωγράφος θα είναι. Αυτό πιστεύει. «Ερχονται στιγμές που δεν έχω να πληρώσω τη ΔΕΗ. Τώρα θα πουλήσω 20 πίνακες για να ξεχρεωθώ, σπουδάζω κορίτσι, σπουδάζω παιδιά...».
Το ισόγειο του σπιτιού του το έχει μετατρέψει σε μουσείο. Στις γλάστρες της αυλής έχει γράψει: Νοσταλγία. «Επέστρεψα στη Γρανίτσα και το οξυγόνο με ανανέωσε τόσο, που τα περισσότερα από τα προβλήματα τα ξεχνώ. Οποιος θέλει τον Λευτέρη τον Θεοδώρου θα έρχεται εδώ να τον βρίσκει, θα τον φιλοξενώ στο φτωχικό μου κι από δω δεν φεύγω. Εδώ θα πεθάνω...».
* Ο Αλέξανδρος Ιόλας (25 Μαρτίου 1907 - 8 Ιουνίου 1987) ήταν Ελληνας γκαλερίστας και σημαντικός συλλέκτης έργων (μοντέρνας) τέχνης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Κουτσούδης.
Ο Ρίτσος για τον Θεοδώρου
Γιάννης Ρίτσος: «Φαίνεται πως είναι το ευκολότερο πράγμα του κόσμου να καθίσεις να γράψεις για τον Λευτέρη Θεοδώρου κι ωστόσο είναι δυσκολότερο. Γιατί άνθρωποι και τεχνίτες πλασμένοι από το υλικό που είναι ο Λευτέρης Θεοδώρου, αυτός ο ίσιος, ο τίμιος και ακέραιος, ο πλήρης, ο γεννημένος ζωγράφος, δεν εξαντλούνται με λίγα λόγια. Νομίζεις πως τον έχεις συλλάβει σαν εικαστική παρουσία και ξαφνικά ανακαλύπτεις πως πίσω από τη γραμμή του, πίσω από την πλαστικότητα των μορφών του, υπάρχει ένας πλατύτατος κόσμος, μια θεωρία του απέραντου κόσμου του ήλιου... Η απλότητα, η ποιητική και λυρική του διάθεση και η εμμονή στην αναζήτηση, γεμάτη ανθρωπιά και ρωμιοσύνη, σε μαγεύει»...http://www.enet.gr